Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σάρκινος η σάρκινη το σάρκινο
      γενική του σάρκινου της σάρκινης του σάρκινου
    αιτιατική τον σάρκινο τη σάρκινη το σάρκινο
     κλητική σάρκινε σάρκινη σάρκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σάρκινοι οι σάρκινες τα σάρκινα
      γενική των σάρκινων των σάρκινων των σάρκινων
    αιτιατική τους σάρκινους τις σάρκινες τα σάρκινα
     κλητική σάρκινοι σάρκινες σάρκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σάρκινος < αρχαία ελληνική

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

σάρκινος, -η, -ο

  • που αποτελείται από σάρκα ή αναφέρεται σε αυτήν

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία