τσάρκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσάρκα | οι | τσάρκες |
γενική | της | τσάρκας | — | |
αιτιατική | την | τσάρκα | τις | τσάρκες |
κλητική | τσάρκα | τσάρκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσάρκα θηλυκό
- το περπάτημα για την ευχαρίστηση
- πάμε τσάρκα
- ※ τραγούδι «Τα καβουράκια», 1995. Μουσική, στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Στου γιαλού τα βοτσαλάκια / κάθονται δυο καβουράκια / έρμα παραπονεμένα / κι όλο κλαίνε τα καημένα
Κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα / πάει τσάρκα με το σπάρο στη Ραφήνα / κι όλο κλαίνε τα καβουράκια / στου γιαλού τα βοτσαλάκια
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσάρκα
→ δείτε τη λέξη περίπατος |