Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάσαρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατάσαρκα < φράση κατά σάρκα (δείτε και το μεσαιωνικό κατασάρκα). Διαφορετική η σημασία του ελληνιστικού κατάσαρκος (πλαδαρός).[1]

  Επίρρημα επεξεργασία

κατάσαρκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία