Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
skin skins

skin (en)

  1. το δέρμα (και η επιδερμίδα)
    ⮡  I can’t wear wool on my skin.
    Δεν μπορώ να φορέσω μάλλινα κατάσαρκα.
  2. η φλούδα (σε ένα φρούτο)
     συνώνυμα: rind
  3. το δέρμα και η γούνα ενος ζώου που τα παίρνει ο άνθρωπος για δική του χρήση
  4. (πληροφορική) σύνολο ρυθμίσεων και γραφικών που τροποποιούν την εμφάνιση και τη διεπαφή ενός προγράμματος-περιβάλλοντος
  5. (αργκό) το τσιγαρόχαρτο
  6. υποδιαίρεση μιας φυλής Αβοριγίνων στην Αυστραλία
  7. (αργκό) συντόμευση για το skinhead
ενεστώτας skin
γ΄ ενικό ενεστώτα skins
αόριστος skinned
παθητική μετοχή skinned
ενεργητική μετοχή skinning

skin (en)

  1. γδέρνω το δέρμα (π.χ. από πέσιμο)
  2. γδέρνω το δέρμα ενός ζώου ή ανθρώπου
  3. ξεφλουδίζω
     συνώνυμα: peel, rind
  4. (πληροφορική) εφαρμόζω ένα σύνολο ρυθμίσεων και γραφικών