Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rind rinds

rind (en)

ενεστώτας rind
γ΄ ενικό ενεστώτα rinds
αόριστος rinded
παθητική μετοχή rinded
ενεργητική μετοχή rinding

rind (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rind (et)