Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
rind rinds

rind (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας rind
γ΄ ενικό ενεστώτα rinds
αόριστος rinded
παθητική μετοχή rinded
ενεργητική μετοχή rinding

rind (en)

Συνώνυμα επεξεργασία



Εσθονικά (et) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rind (et)