φλοίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλοίδα | οι | φλοίδες |
γενική | της | φλοίδας | των | φλοιδών |
αιτιατική | τη | φλοίδα | τις | φλοίδες |
κλητική | φλοίδα | φλοίδες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλοίδα < φλοιός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φλοίδα θηλυκό
- το περίβλημα των καρπών αλλά και γενικά διαφόρων τμημάτων των φυτών (π.χ. του κορμού)