bark
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bark | barks |
bark (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η φλούδα, ο φλοιός των δέντρων
- ↪ the bark of the tree - η φλούδα/ο φλοιός του δέντρου
- ↪ Bark was stripped from the trunk of the tree.
- Ξεφλουδίστηκε ο κορμός του δέντρου.
- το γάβγισμα
- ↪ The dog’s barks didn’t let me sleep.
- Τα γαβγίσματα του σκύλου δεν μ' άφησαν να κοιμηθώ.
- ↪ The dog’s barks didn’t let me sleep.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | barks |
αόριστος | barked |
παθητική μετοχή | barked |
ενεργητική μετοχή | barking |
bark (en)
- (αμετάβατο) γαβγίζω
- ↪ All dogs bark at strangers.
- Όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν τους ξένους.
- ↪ The little dog kept barking.
- Το σκυλάκι συνέχισε να γαβγίζει.
- ↪ All dogs bark at strangers.
- (μεταβατικό) γαβγίζω, ξεστομίζω απότομα ή επιθετικά
- ↪ What’s the boss barking about again?
- Τι γαβγίζει τ' αφεντικό πάλι;
- ↪ What’s the boss barking about again?
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbark (pl) αρσενικό