Ετυμολογία

επεξεργασία
γαβγίζω < (ηχομιμητική λέξη) γαβ

γαβγίζω

  1. βγάζω την κραυγή γαβ
    ο σκύλος γαβγίζει
  2. (μεταφορικά) φωνάζω αυταρχικά, άγρια και ίσως ακατάληπτα
    τι έπαθε πάλι το αφεντικό και γαβγίζει;

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία