Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
yelp yelps

yelp (en)

  • η κραυγή, μια ξαφνική σύντομη κραυγή, συνήθως από πόνο
    ⮡  a yelp of pain - κραυγή πόνου
ενεστώτας yelp
γ΄ ενικό ενεστώτα yelps
αόριστος yelped
παθητική μετοχή yelped
ενεργητική μετοχή yelping

yelp (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • γαβγίζω, βγάζω μια ξαφνική σύντομη κραυγή, συνήθως από πόνο
    ⮡  The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
    Ο σκύλος γάβγισε δυνατά όταν το πάτησα το πόδι.