Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υλάζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ποντιακά (pnt)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Εκφράσεις
1.3.2
Δείτε επίσης
Ποντιακά
(pnt)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
υλάζω
<
αρχαία ελληνική
ὑλακτέω
+
-άζω
•
Η
Ετυμολογία
χρειάζεται
ανάπτυξη με τεκμηρίωση
. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
iˈla.zɔ
/
Ρήμα
επεξεργασία
υλάζω
γαβγίζω
Εκφράσεις
επεξεργασία
o σκύλον π'
υλάζ’
κι αρπάζ’:
σκύλος
που γαβγίζει δε
δαγκώνει
Δείτε επίσης
επεξεργασία
υλακή
υλακτώ