karno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- karno < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karno | karnoj |
αιτιατική | karnon | karnojn |
karno (eo)
- η σάρκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karno | karnoj |
αιτιατική | karnon | karnojn |
karno (eo)