Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οστεοσάρκωμα τα οστεοσαρκώματα
      γενική του οστεοσαρκώματος των οστεοσαρκωμάτων
    αιτιατική το οστεοσάρκωμα τα οστεοσαρκώματα
     κλητική οστεοσάρκωμα οστεοσαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οστεοσάρκωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική osteosarcoma < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + ελληνιστική κοινή σάρκωμα < αρχαία ελληνική σάρξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οστεοσάρκωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία