Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρκίο τα σαρκία
      γενική του σαρκίου των σαρκίων
    αιτιατική το σαρκίο τα σαρκία
     κλητική σαρκίο σαρκία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαρκίο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σαρκίον[1] < αρχαία ελληνική σάρξ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /saɾˈci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαρ‐κί‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρκίο ουδέτερο

  1. (μειωτικό) η ανθρώπινη ύπαρξη ως σάρκα, ως ύλη
    ※ Ο Νίκος, όπως οι περισσότεροι χαρακτήρες του Κορτώ, κουβαλά με κόπο στις σελίδες το καθημαγμένο του σαρκίο αδημονώντας για τον αφανισμό του, την ακύρωση της γέννησής του…" (από τη "Βιβλιοθήκη" της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 30 Ιανουαρίου 2009)
  2. (κατ’ επέκταση) η ζωή

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία