γενετήσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γενετήσιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
γενετήσιος, -α, -ο
- που αναφέρεται στην σωματική ένωση αρσενικού και θηλυκού και την αναπαραγωγή
- γενετήσιο ένστικτο
- που αναφέρεται σε αναπαραγωγικά όργανα, συμπεριφορές ή ενδοκρινολογία