Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατασάρκιο τα κατασάρκια
      γενική του κατασάρκιου
κατασαρκίου
των κατασάρκιων
κατασαρκίων
    αιτιατική το κατασάρκιο τα κατασάρκια
     κλητική κατασάρκιο κατασάρκια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασάρκιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατασάρκιο, κατασάρκι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)