Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρβαρος η υπέρβαρη το υπέρβαρο
      γενική του υπέρβαρου της υπέρβαρης του υπέρβαρου
    αιτιατική τον υπέρβαρο την υπέρβαρη το υπέρβαρο
     κλητική υπέρβαρε υπέρβαρη υπέρβαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρβαροι οι υπέρβαρες τα υπέρβαρα
      γενική των υπέρβαρων των υπέρβαρων των υπέρβαρων
    αιτιατική τους υπέρβαρους τις υπέρβαρες τα υπέρβαρα
     κλητική υπέρβαροι υπέρβαρες υπέρβαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέρβαρος < υπέρ- + βάρ(ος) + κατάληξη -ος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overweight[1] Δείτε και την αρχαία λέξη ὑπερβαρής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.va.ɾos/

  Επίθετο επεξεργασία

υπέρβαρος, -η, -ο

  • που ξεπερνά το κανονικό βάρος, με υπερβολικό βάρος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία