υπέρβαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρβαρος < υπέρ- + βάρ(ος) + κατάληξη -ος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική overweight[1] Δείτε και την αρχαία λέξη ὑπερβαρής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpeɾ.va.ɾos/
Επίθετο επεξεργασία
υπέρβαρος, -η, -ο
- που ξεπερνά το κανονικό βάρος, με υπερβολικό βάρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ υπέρβαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.