corpulence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- corpulence < παλαιά γαλλική corpulence < λατινική corpulentia
Ουσιαστικό
επεξεργασία- η παχυσαρκία, το πάχος
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- corpulence < λατινική corpulentia
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɔʁ.py.lɑ̃s/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
corpulence | corpulences |
- η παχυσαρκία, το πάχος