σπαχής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σπαχής | οι | σπαχήδες |
γενική | του | σπαχή | των | σπαχήδων |
αιτιατική | τον | σπαχή | τους | σπαχήδες |
κλητική | σπαχή | σπαχήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπαχής < μεσαιωνική ελληνική σπαχής[1] [2] < τουρκική ispahi < περσική سپاه (seˈpɒːh:, στρατός) < μέση περσική spʾh / 𐭮𐭯𐭠𐭧 (spāh) < πρωτοϊρανική *ĉwáHdaH < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwéh₁-dʰ-o-h₁ < *ḱweh₁- / *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι σπουδαίος)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spaˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐χής
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπαχής αρσενικό
- (ιστορία) Τούρκος ιππέας πολεμιστής
- ※ Τ' άλογα των σπαχήδων πέφτουν νεκρά στο χώμα πριν φέρουν τους καβαλάρους στη μάχη. (Ανδρέας Καρκαβίτσας Η θυσία [διήγημα])
- (ιστορία) Τούρκος τιμαριούχος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- σπαχής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ σπαχής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σπαχίδες - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)