Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τιμαριούχος οι τιμαριούχοι
      γενική του/της τιμαριούχου των τιμαριούχων
    αιτιατική τον/την τιμαριούχο τους/τις τιμαριούχους
     κλητική τιμαριούχε τιμαριούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμαριούχος < τιμάρι(ον) + -ούχος < έχω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.ma.ɾiˈu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τι‐μα‐ρι‐ού‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τιμαριούχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο κάτοχος τιμαρίου, τσιφλικιού στην οθωμανική αυτοκρατορία, ο μεγαλοϊδιοκτήτης που αρχικά ήταν μόνον στρατιωτικός. Αργότερα, δεν ανήκε απαραίτητα στο στρατιωτικό σώμα.
  2. παλιότερα έτσι αποκαλούσαν εκείνον που αυθαιρετούσε

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία