↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σπαής οι σπαήδες
      γενική του σπαή των σπαήδων
    αιτιατική τον σπαή τους σπαήδες
     κλητική σπαή σπαήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαής < σπαχής < μεσαιωνική ελληνική σπαχής[1] [2] < τουρκική ispahi < περσική سپاه (seˈpɒːh:, στρατός) < μέση περσική spʾh / 𐭮𐭯𐭠𐭧‎ (spāh) < πρωτοϊρανική *ĉwáHdaH < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱwéh₁-dʰ-o-h₁ < *ḱweh₁- / *ḱewh₁- (φουσκώνω, γίνομαι σπουδαίος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spaˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπα‐ής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπαής[3] αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σπαχής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σπαχίδες - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  3. σπαής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)