Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παχυδερμισμός οι παχυδερμισμοί
      γενική του παχυδερμισμού των παχυδερμισμών
    αιτιατική τον παχυδερμισμό τους παχυδερμισμούς
     κλητική παχυδερμισμέ παχυδερμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχυδερμισμός < παχύδερμ(ος) + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παχυδερμισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία