παχυδερμισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχυδερμισμός < παχύδερμ(ος) + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παχυδερμισμός αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παχυδερμία, παχύς και δέρμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παχυδερμισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- παχυδερμισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παχυδερμισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)