↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παχυδερμισμός οι παχυδερμισμοί
      γενική του παχυδερμισμού των παχυδερμισμών
    αιτιατική τον παχυδερμισμό τους παχυδερμισμούς
     κλητική παχυδερμισμέ παχυδερμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχυδερμισμός < παχύδερμ(ος) + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παχυδερμισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία