Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παχύφυλλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παχύφυλλ
ος
η
παχύφυλλ
η
το
παχύφυλλ
ο
γενική
του
παχύφυλλ
ου
της
παχύφυλλ
ης
του
παχύφυλλ
ου
αιτιατική
τον
παχύφυλλ
ο
την
παχύφυλλ
η
το
παχύφυλλ
ο
κλητική
παχύφυλλ
ε
παχύφυλλ
η
παχύφυλλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παχύφυλλ
οι
οι
παχύφυλλ
ες
τα
παχύφυλλ
α
γενική
των
παχύφυλλ
ων
των
παχύφυλλ
ων
των
παχύφυλλ
ων
αιτιατική
τους
παχύφυλλ
ους
τις
παχύφυλλ
ες
τα
παχύφυλλ
α
κλητική
παχύφυλλ
οι
παχύφυλλ
ες
παχύφυλλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παχύφυλλος
<
παχύ-
+
-φυλλος
<
αρχαία ελληνική
παχύς
+
φύλλον
Επίθετο
επεξεργασία
παχύφυλλος
, -η, -ο
(
βοτανική
)
που έχει
παχιά
φύλλα
Αντώνυμα
επεξεργασία
λεπτόφυλλος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις
λέξεις
παχύς
και
φύλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παχύφυλλος
αγγλικά
:
thick-leafed
(en)
,
pachyphyllous
(en)
νεολατινικά
:
pachyphyllus
(la)