παχύφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παχύφυλλος < παχύ- + -φυλλος < αρχαία ελληνική παχύς + φύλλον
Επίθετο
επεξεργασίαπαχύφυλλος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παχύφυλλος
παχύφυλλος, -η, -ο