λεπτόφυλλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λεπτόφυλλος < ελληνιστική κοινή λεπτόφυλλος[1] < αρχαία ελληνική λεπτός + φύλλον
Επίθετο
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ λεπτόφυλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.