Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχύδερμος η παχύδερμη το παχύδερμο
      γενική του παχύδερμου της παχύδερμης του παχύδερμου
    αιτιατική τον παχύδερμο την παχύδερμη το παχύδερμο
     κλητική παχύδερμε παχύδερμη παχύδερμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχύδερμοι οι παχύδερμες τα παχύδερμα
      γενική των παχύδερμων των παχύδερμων των παχύδερμων
    αιτιατική τους παχύδερμους τις παχύδερμες τα παχύδερμα
     κλητική παχύδερμοι παχύδερμες παχύδερμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχύδερμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχύδερμος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈçi.ðeɾ.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χύ‐δερ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

παχύδερμος, -η, -ο

  1. με χοντρό δέρμα
  2. (μεταφορικά) που δεν έχει συναισθηματική ευαισθησία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / παχύδερμος τὸ παχύδερμον
      γενική τοῦ/τῆς παχυδέρμου τοῦ παχυδέρμου
      δοτική τῷ/τῇ παχυδέρμ τῷ παχυδέρμ
    αιτιατική τὸν/τὴν παχύδερμον τὸ παχύδερμον
     κλητική ! παχύδερμε παχύδερμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ παχύδερμοι τὰ παχύδερμ
      γενική τῶν παχυδέρμων τῶν παχυδέρμων
      δοτική τοῖς/ταῖς παχυδέρμοις τοῖς παχυδέρμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς παχυδέρμους τὰ παχύδερμ
     κλητική ! παχύδερμοι παχύδερμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παχυδέρμω τὼ παχυδέρμω
      γεν-δοτ τοῖν παχυδέρμοιν τοῖν παχυδέρμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχύδερμος < παχύ- + δέρμ(α) + -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

παχύδερμος, -ος, -ον

  1. που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ ζῴων γενέσεως, 5.3 @scaife.perseus
    ἔστι δ ἔνια τῶν παχυδέρμων λεπτότριχα διὰ τὴν εἰρημένην αἰτίαν πρότερον· ὅσῳ γὰρ ἂν λεπτότεροι οἱ πόροι ὦσιν, τοσούτῳ λεπτοτέρας ἀναγκαῖον γίνεσθαι τὰς τρίχας.
  2. (μεταφορικά) νωθρός, βλάκας
    ※  2ος↓ αιώνας Λουκιανός, 25, 23 Τίμων ἢ Μισάνθρωπος @wikisource @scaife.perseus
    [Πλοῦτος] ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ παχύδερμος ἄνθρωπος, ἔτι τὴν πέδην πεφρικὼς καὶ εἰ παριὼν ἄλλως μαστίξειέ τις ὄρθιον ἐφιστὰς τὸ οὖς καὶ τὸν μυλῶνα ὥσπερ τὸ Ἀνάκτορον προσκυνῶν,
    [Πλοῦτος] Και αυτός αμέσως ορμάει επάνω μου, άνθρωπος ακαλαίσθητος και νωθρός, που ακόμη τρέμει τα δεσμά και τεντώνει το αυτί του, όταν κάποιος περαστικός χτυπήσει το μαστίγιό του αδιάφορα, και προσκυνά το μύλο ως Ανάκτορο.
    Μετάφραση (1977): Ερμιόνη Ηλιάδου, @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία