Δείτε επίσης: παχυλῶς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχυλώς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχυλῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε παχυλ(ός) + -ώς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.çiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χυ‐λώς

  Επίρρημα επεξεργασία

παχυλώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • παχυλός (& παχυλώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)