παχυλός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παχυλός | η | παχυλή | το | παχυλό |
γενική | του | παχυλού | της | παχυλής | του | παχυλού |
αιτιατική | τον | παχυλό | την | παχυλή | το | παχυλό |
κλητική | παχυλέ | παχυλή | παχυλό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παχυλοί | οι | παχυλές | τα | παχυλά |
γενική | των | παχυλών | των | παχυλών | των | παχυλών |
αιτιατική | τους | παχυλούς | τις | παχυλές | τα | παχυλά |
κλητική | παχυλοί | παχυλές | παχυλά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παχυλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχυλός < παχ(ύς) + υποκοριστικό επίθημα -υλός. → δείτε και τη λέξη παχουλός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.çiˈlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐λός
Επίθετο
επεξεργασίαπαχυλός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- παχυλά (επίρρημα)
- παχυλότητα
- παχυλώς (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη παχύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία παχυλός
|
Πηγές
επεξεργασία- παχυλός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
πᾰχῠλο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | παχυλός | ἡ | παχυλή | τὸ | παχυλόν | |
γενική | τοῦ | παχυλοῦ | τῆς | παχυλῆς | τοῦ | παχυλοῦ | |
δοτική | τῷ | παχυλῷ | τῇ | παχυλῇ | τῷ | παχυλῷ | |
αιτιατική | τὸν | παχυλόν | τὴν | παχυλήν | τὸ | παχυλόν | |
κλητική ὦ! | παχυλέ | παχυλή | παχυλόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | παχυλοί | αἱ | παχυλαί | τὰ | παχυλᾰ́ | |
γενική | τῶν | παχυλῶν | τῶν | παχυλῶν | τῶν | παχυλῶν | |
δοτική | τοῖς | παχυλοῖς | ταῖς | παχυλαῖς | τοῖς | παχυλοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | παχυλούς | τὰς | παχυλᾱ́ς | τὰ | παχυλᾰ́ | |
κλητική ὦ! | παχυλοί | παχυλαί | παχυλᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παχυλώ | τὼ | παχυλᾱ́ | τὼ | παχυλώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | παχυλοῖν | τοῖν | παχυλαῖν | τοῖν | παχυλοῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παχυλός < παχ(ύς) + υποκοριστικό επίθημα -υλός. Το επίθετο μαρτυρείται μεταγενέστερα από το αρχαίο επίρρημα παχυλῶς (όπως στον Αριστοτέλη). Ήδη ως ανθρωπωνύμιο στην μυκηναϊκή 𐀡𐀓𐀫[1]
Επίθετο
επεξεργασίαπαχυλός, -ή, -όν
- υποκοριστικό του παχύς → δείτε τη λέξη παχυλός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη παχύς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- παχυλός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.