↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχυλός η παχυλή το παχυλό
      γενική του παχυλού της παχυλής του παχυλού
    αιτιατική τον παχυλό την παχυλή το παχυλό
     κλητική παχυλέ παχυλή παχυλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχυλοί οι παχυλές τα παχυλά
      γενική των παχυλών των παχυλών των παχυλών
    αιτιατική τους παχυλούς τις παχυλές τα παχυλά
     κλητική παχυλοί παχυλές παχυλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχυλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παχυλός < παχ(ύς) + υποκοριστικό επίθημα -υλός. → δείτε και τη λέξη παχουλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.çiˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χυ‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

παχυλός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παχύς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
πᾰχῠλο-
ονομαστική παχυλός παχυλή τὸ παχυλόν
      γενική τοῦ παχυλοῦ τῆς παχυλῆς τοῦ παχυλοῦ
      δοτική τῷ παχυλ τῇ παχυλ τῷ παχυλ
    αιτιατική τὸν παχυλόν τὴν παχυλήν τὸ παχυλόν
     κλητική ! παχυλέ παχυλή παχυλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ παχυλοί αἱ παχυλαί τὰ παχυλᾰ́
      γενική τῶν παχυλῶν τῶν παχυλῶν τῶν παχυλῶν
      δοτική τοῖς παχυλοῖς ταῖς παχυλαῖς τοῖς παχυλοῖς
    αιτιατική τοὺς παχυλούς τὰς παχυλᾱ́ς τὰ παχυλᾰ́
     κλητική ! παχυλοί παχυλαί παχυλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ παχυλώ τὼ παχυλᾱ́ τὼ παχυλώ
      γεν-δοτ τοῖν παχυλοῖν τοῖν παχυλαῖν τοῖν παχυλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχυλός < παχ(ύς) + υποκοριστικό επίθημα -υλός. Το επίθετο μαρτυρείται μεταγενέστερα από το αρχαίο επίρρημα παχυλῶς (όπως στον Αριστοτέλη). Ήδη ως ανθρωπωνύμιο στην μυκηναϊκή 𐀡𐀓𐀫[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

παχυλός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη παχύς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.