ανθρωπωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπωνύμιο < ανθρωπ- (< άνθρωπος) + -ωνύμιο (< όνομα), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική anthroponymie.[1] Το ω (ανθρωπωνύμιο) εξηγείται από το νόμο της συνθετικής έκτασης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.θɾo.poˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πω‐νύ‐μι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωπωνύμιο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το όνομα ενός ανθρώπου (κύριο όνομα, επώνυμο, ψευδώνυμο), κυρίως ως αντικείμενο εξέτασης από την επιστήμη της γλωσσολογίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις άνθρωπος και όνομα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαείδη ανθρωπωνυμίων για επώνυμα που σχηματίστηκαν:
- ανδρωνύμιο: από το όνομα του συζύγου
- εθνωνύμιο: από έθνος, χώρα
- μητρωνύμιο: από το όνομα της μητέρας
- παρωνύμιο: από παρατσούκλι, ιδιότητα ή χαρακτηριστικό
- πατριδωνύμιο / πατριδωνυμικό: από την ιδιαίτερη πατρίδα, πόλη, χωριό
- πατρωνύμιο: από το όνομα του πατέρα, το πατρώνυμο
- προσωπωνύμιο: από όνομα ανθρώπου (μικρό ή οικογενειακό)
- ψευδώνυμο: πλαστό όνομα, επώνυμο
Δείτε και τα τοπωνύμια.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωπωνύμιο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανθρωπωνύμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας