ανθρωπωνύμιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανθρωπωνύμιο < ανθρωπο- (< άνθρωπος) + -ωνύμιο (< όνομα), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική anthroponyme. Το ω (ανθρωπωνύμιο) εξηγείται από το νόμο της συνθετικής έκτασης)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανθρωπωνύμιο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) το όνομα ενός ανθρώπου (κύριο όνομα, επώνυμο, ψευδώνυμο), κυρίως ως αντικείμενο εξέτασης από την επιστήμη της γλωσσολογίας
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανθρωπωνύμιο