πατρωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πατρωνύμιο | τα | πατρωνύμια |
γενική | του | πατρωνύμιου & πατρωνυμίου |
των | πατρωνύμιων & πατρωνυμίων |
αιτιατική | το | πατρωνύμιο | τα | πατρωνύμια |
κλητική | πατρωνύμιο | πατρωνύμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπατρωνύμιο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατρωνύμιο
|