πατρωνυμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατρωνυμικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πατρωνυμικός. Συγχρονικά αναλύεται σε πατρ- + -ωνυμικός
Επίθετο
επεξεργασίαπατρωνυμικός
- που έχει σχέση με το πατρώνυμο ή σχηματίστηκε απ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) πατρωνυμικό: επώνυμο, ή όνομα που σχηματίστηκε από το όνομα του πατέρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατρωνυμικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατρωνυμικός < (αρχαία ελληνική πατήρ) πατρ- + (ελληνιστική κοινή) -ωνυμικός
Επίθετο
επεξεργασίαπατρωνῠμικός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) που προέρχεται από το όνομα του πατέρα, πατρωνυμικός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πατήρ και όνυμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πατρωνυμικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.