Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ωνυμικός η -ωνυμική το -ωνυμικό
      γενική του -ωνυμικού της -ωνυμικής του -ωνυμικού
    αιτιατική τον -ωνυμικό τη(ν) -ωνυμική το -ωνυμικό
     κλητική -ωνυμικέ -ωνυμική -ωνυμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ωνυμικοί οι -ωνυμικές τα -ωνυμικά
      γενική των -ωνυμικών των -ωνυμικών των -ωνυμικών
    αιτιατική τους -ωνυμικούς τις -ωνυμικές τα -ωνυμικά
     κλητική -ωνυμικοί -ωνυμικές -ωνυμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωνυμικός < -ωνυμ- (όπως στο -ώνυμος) + -ικός, ελληνιστική κοινή -ωνυμικός. Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης (→ δείτε τους όρους -ώνυμος και -ωνύμιο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.ni.miˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ω‐νυ‐μι‐κός

  Επίθημα επεξεργασία

-ωνυμικός, -ή, -ό

  1. επίθημα ως δεύτερο συνθετικό επιθέτων
  2. που σχετίζονται με το όνομα που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
    τοπωνύμιο > τοπωνυμικός
    πατρώνυμο > πατρωνυμικός
  3. (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο -ωνυμικό) επίθημα σε ουδέτερα ουσιαστικά (εννοείται το ουσιαστικό όνομα)
    τοπωνυμικό
    πατρωνυμικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ωνυμικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -ωνυμικός -ωνυμική τὸ -ωνυμικόν
      γενική τοῦ -ωνυμικοῦ τῆς -ωνυμικῆς τοῦ -ωνυμικοῦ
      δοτική τῷ -ωνυμικ τῇ -ωνυμικ τῷ -ωνυμικ
    αιτιατική τὸν -ωνυμικόν τὴν -ωνυμικήν τὸ -ωνυμικόν
     κλητική ! -ωνυμικέ -ωνυμική -ωνυμικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -ωνυμικοί αἱ -ωνυμικαί τὰ -ωνυμικᾰ́
      γενική τῶν -ωνυμικῶν τῶν -ωνυμικῶν τῶν -ωνυμικῶν
      δοτική τοῖς -ωνυμικοῖς ταῖς -ωνυμικαῖς τοῖς -ωνυμικοῖς
    αιτιατική τοὺς -ωνυμικούς τὰς -ωνυμικᾱ́ς τὰ -ωνυμικᾰ́
     κλητική ! -ωνυμικοί -ωνυμικαί -ωνυμικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ωνυμικώ τὼ -ωνυμικᾱ́ τὼ -ωνυμικώ
      γεν-δοτ τοῖν -ωνυμικοῖν τοῖν -ωνυμικαῖν τοῖν -ωνυμικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ωνυμικός < αρχαία ελληνική -ώνυμ-(ος) (ὄνυμα) + -ικός. Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης.

  Επίθημα επεξεργασία

-ωνυμικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία