-ωνυμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -ωνυμικό | τα | -ωνυμικά |
γενική | του | -ωνυμικού | των | -ωνυμικών |
αιτιατική | το | -ωνυμικό | τα | -ωνυμικά |
κλητική | -ωνυμικό | -ωνυμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- -ωνυμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ωνυμικός
Επίθημα
επεξεργασία
-ωνυμικό ουδέτερο
- → δείτε τη λέξη -ωνυμικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
-ωνυμικό
|