Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετωνυμικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μετωνυμικ
ός
η
μετωνυμικ
ή
το
μετωνυμικ
ό
γενική
του
μετωνυμικ
ού
της
μετωνυμικ
ής
του
μετωνυμικ
ού
αιτιατική
τον
μετωνυμικ
ό
τη
μετωνυμικ
ή
το
μετωνυμικ
ό
κλητική
μετωνυμικ
έ
μετωνυμικ
ή
μετωνυμικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μετωνυμικ
οί
οι
μετωνυμικ
ές
τα
μετωνυμικ
ά
γενική
των
μετωνυμικ
ών
των
μετωνυμικ
ών
των
μετωνυμικ
ών
αιτιατική
τους
μετωνυμικ
ούς
τις
μετωνυμικ
ές
τα
μετωνυμικ
ά
κλητική
μετωνυμικ
οί
μετωνυμικ
ές
μετωνυμικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετωνυμικός
<
ελληνιστική κοινή
μετωνυμικός
<
μετωνυμία
<
μετά
+
αρχαία ελληνική
ὄνομα
Επίθετο
επεξεργασία
μετωνυμικός
που έχει
σχέση
με τη
μετωνυμία
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετωνυμικός
αγγλικά
:
metonymic
(en)
,
metonymical
(en)
γαλλικά
:
métonymique
(fr)
γερμανικά
:
metonymisch
(de)
ρωσικά
:
метонимический
(ru)
(
metonimíčeskij
)