-ώνυμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ώνυμος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική -ώνυμος < ὄνυμα, ὄνoμα[1] Δείτε συνθετική έκταση
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɔ.ni.mɔs/
- συλλαβισμός : -ώ‐νυ‐μος
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώνυμος αρσενικό, -ώνυμη θηλυκό, -ώνυμο ουδέτερο
- επιθέτων που δηλώνει το όνομα
- (ουσιαστικοποιημένο) ουσιαστικών ουδετέρου γένους → δείτε τη λέξη -ώνυμο
- επιθέτων, που δηλώνουν σημασιολογική σχέση[2]
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «-ώνυμος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ -ώνυμος | τὸ -ώνυμον | οἱ, αἱ -ώνυμοι | τὰ -ώνυμα |
Γενική | τοῦ, τῆς -ωνύμου | τοῦ -ωνύμου | τῶν -ωνύμων | τῶν -ωνύμων |
Δοτική | τῷ, τῇ -ωνύμῳ | τῷ -ωνύμῳ | τοῖς, ταῖς -ωνύμοις | τοῖς -ωνύμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν -ώνυμον | τὸ -ώνυμον | τοὺς, τὰς -ωνύμους | τὰ -ώνυμα |
Κλητική | -ώνυμε | -ώνυμον | -ώνυμοι | -ώνυμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | -ωνύμω | |||
Γενική-Δοτική | -ωνύμοιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ώνυμος < ὄνυμα αιολικός και δωρικός τύπος του ὄνoμα με συνθετική έκταση του αρκτικού φωνήεντος + -ος.[1]
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ώνυμος, -ος, -ον
Επεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμος στο Βικιλεξικό
- Αρχαίες λέξεις σε -ώνυμος @perseus.tufts.edu
Επεξεργασία
Σπανιότερα:
- -ωνύμιον: ἀνδρωνύμιον, ἐπωνύμιον, προωνύμιον
- -ωνυμικός: ἀντωνυμικός, μετωνυμικός, μητρωνυμικός, πατρωνυμικός
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.