Κλεώνυμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κλεώνυμος | οἱ | Κλεώνυμοι |
γενική | τοῦ | Κλεωνύμου | τῶν | Κλεωνύμων |
δοτική | τῷ | Κλεωνύμῳ | τοῖς | Κλεωνύμοις |
αιτιατική | τὸν | Κλεώνυμον | τοὺς | Κλεωνύμους |
κλητική ὦ! | Κλεώνυμε | Κλεώνυμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κλεωνύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κλεωνύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚλεώνυμος αρσενικό (θηλυκό Κλεωνύμη)
Πηγές
επεξεργασία- Κλεώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.