Κλεωνύμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Κελωνῠμᾱ- | |||||
ονομαστική | ἡ | Κλεωνύμη | αἱ | Κλεωνύμαι | |
γενική | τῆς | Κλεωνύμης | τῶν | Κλεωνυμῶν | |
δοτική | τῇ | Κλεωνύμῃ | ταῖς | Κλεωνύμαις | |
αιτιατική | τὴν | Κλεωνύμην | τὰς | Κλεωνύμᾱς | |
κλητική ὦ! | Κλεωνύμη | Κλεωνύμαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κλεωνύμᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Κλεωνύμαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Κλεωνύμη < Κλεώνυμ(ος) + -η
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Κλεωνύμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press