προωνύμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | προωνύμιον | τὰ | προωνύμιᾰ |
γενική | τοῦ | προωνυμίου | τῶν | προωνυμίων |
δοτική | τῷ | προωνυμίῳ | τοῖς | προωνυμίοις |
αιτιατική | τὸ | προωνύμιον | τὰ | προωνύμιᾰ |
κλητική ὦ! | προωνύμιον | προωνύμιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προωνυμίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προωνυμίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προωνύμιον < πρό + ὄνομα (μεταφραστικό δάνειο) λατινικά praenomen). Το ω (προωνύμιον) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροωνύμιον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- προωνύμιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.