Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντώνυμος η αντώνυμη το αντώνυμο
      γενική του αντώνυμου της αντώνυμης του αντώνυμου
    αιτιατική τον αντώνυμο την αντώνυμη το αντώνυμο
     κλητική αντώνυμε αντώνυμη αντώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντώνυμοι οι αντώνυμες τα αντώνυμα
      γενική των αντώνυμων των αντώνυμων των αντώνυμων
    αιτιατική τους αντώνυμους τις αντώνυμες τα αντώνυμα
     κλητική αντώνυμοι αντώνυμες αντώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντώνυμος < αντ- + -ώνυμος → δείτε τη λέξη αντώνυμο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /anˈdo.ni.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντώ‐νυ‐μος

  Επίθετο επεξεργασία

αντώνυμος, -η, -ο

  1. αντίθετος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αντώνυμο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία