μητρωνυμικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μητρωνυμικός < (ελληνιστική κοινή) μητρωνυμικός
Επίθετο επεξεργασία
μητρωνυμικός
- που έχει σχέση με το μητρώνυμο ή σχηματίστηκε απ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) μητρωνυμικό: επώνυμο που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μητρωνυμικός