χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παχύτερος η παχύτερη το παχύτερο
      γενική του παχύτερου της παχύτερης του παχύτερου
    αιτιατική τον παχύτερο την παχύτερη το παχύτερο
     κλητική παχύτερε παχύτερη παχύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παχύτεροι οι παχύτερες τα παχύτερα
      γενική των παχύτερων των παχύτερων των παχύτερων
    αιτιατική τους παχύτερους τις παχύτερες τα παχύτερα
     κλητική παχύτεροι παχύτερες παχύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παχύτερος < παχ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του παχύς < αρχαία ελληνική παχύτερος

  Επίθετο

επεξεργασία

παχύτερος, -η, -ο

  • που είναι πιο παχύς από κάποιον ή κάτι άλλο
    παχύτερος άνδρας
    παχύτερο στρώμα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία