παχύ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παχύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παχύς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χύ
Ουσιαστικό επεξεργασία
παχύ ουδέτερο
- (γαστρονομία) το λίπος του κρέατος, όχι το ψαχνό
Μεταφράσεις επεξεργασία
παχύ
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παχύ
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παχύς, παχύ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παχύ