Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παχύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παχύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐χύ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παχύ ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παχύ

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
    άλλες μορφές: παχιού, παχέος

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παχύ