Νάρκισσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νάρκισσος | οι | Νάρκισσοι |
γενική | του | Νάρκισσου & Ναρκίσσου |
των | Νάρκισσων & Ναρκίσσων |
αιτιατική | τον | Νάρκισσο | τους | Νάρκισσους & Ναρκίσσους |
κλητική | Νάρκισσε | Νάρκισσοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Νάρκισσος < ελληνιστική κοινή Νάρκισσος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Νάρκισσος αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Νάρκισσος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Νάρκισσος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Νάρκισσος | οἱ | Νάρκισσοι |
γενική | τοῦ | Ναρκίσσου | τῶν | Ναρκίσσων |
δοτική | τῷ | Ναρκίσσῳ | τοῖς | Ναρκίσσοις |
αιτιατική | τὸν | Νάρκισσον | τοὺς | Ναρκίσσους |
κλητική ὦ! | Νάρκισσε | Νάρκισσοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ναρκίσσω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ναρκίσσοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Νάρκισσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.