Δείτε επίσης: νάρκισσος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νάρκισσος οἱ Νάρκισσοι
      γενική τοῦ Ναρκίσσου τῶν Ναρκίσσων
      δοτική τῷ Ναρκίσσ τοῖς Ναρκίσσοις
    αιτιατική τὸν Νάρκισσον τοὺς Ναρκίσσους
     κλητική ! Νάρκισσε Νάρκισσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ναρκίσσω
γεν-δοτ τοῖν  Ναρκίσσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νάρκισσος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (μυθολογία) ο Νάρκισσος, νεαρός κυνηγός που έδωσε το όνομά του στο λουλούδι νάρκισσος