Δείτε επίσης: νάρκισσος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νάρκισσος οι Νάρκισσοι
      γενική του Νάρκισσου
Ναρκίσσου
των Νάρκισσων
Ναρκίσσων
    αιτιατική τον Νάρκισσο τους Νάρκισσους
Ναρκίσσους
     κλητική Νάρκισσε Νάρκισσοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάρκισσος < ελληνιστική κοινή Νάρκισσος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάρκισσος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νάρκισσος οἱ Νάρκισσοι
      γενική τοῦ Ναρκίσσου τῶν Ναρκίσσων
      δοτική τῷ Ναρκίσσ τοῖς Ναρκίσσοις
    αιτιατική τὸν Νάρκισσον τοὺς Ναρκίσσους
     κλητική ! Νάρκισσε Νάρκισσοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ναρκίσσω
γεν-δοτ τοῖν  Ναρκίσσοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νάρκισσος < νάρκισσος < νάρκη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)nerq- (γυρίζω, στρέφω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νάρκισσος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (μυθολογία) ο Νάρκισσος, νεαρός κυνηγός που έδωσε το όνομά του στο λουλούδι νάρκισσος

  Πηγές επεξεργασία