υποστολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποστολή < ελληνιστική κοινή ὑποστολή < αρχαία ελληνική ὑποστέλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποστολή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποστολή
|
Δείτε επίσης : ὑποστολή |
υποστολή θηλυκό
|