Δείτε επίσης: ὑποστέλλω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποστέλλω < αρχαία ελληνική ὑποστέλλω < στέλλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skʷel- ή *stel-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈste.lo/

  Ρήμα επεξεργασία

υποστέλλω

  1. (λόγιο) κατεβάζω
  2. (μεταφορικά) περιορίζω, μειώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία