κλασαυχενισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλασαυχενισμός < κλασαυχενίζομαι + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλασαυχενισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- κλασαυχενίζομαι
- → δείτε τις λέξεις κλάνω και αυχένας
Μεταφράσεις
επεξεργασία κλασαυχενισμός
|