κλασαυχενίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κλασαυχενίζομαι < (ελληνιστική κοινή) κλασαυχενεύομαι < αρχαία ελληνική κλάω + αὐχήν
Ρήμα επεξεργασία
κλασαυχενίζομαι
- (αρχαιοπρεπές) θεωρώ -λανθασμένα και ψευδώς- τον εαυτό μου ανώτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- κλασαυχενισμός
- → δείτε τις λέξεις κλάνω και αυχένας
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επαίρομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
κλασαυχενίζομαι
|