Ετυμολογία

επεξεργασία
κλασαυχενίζομαι < (ελληνιστική κοινήκλασαυχενεύομαι < αρχαία ελληνική κλάω + αὐχήν

κλασαυχενίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία