ξιπασιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξιπασιά | οι | ξιπασιές |
γενική | της | ξιπασιάς | των | ξιπασιών |
αιτιατική | την | ξιπασιά | τις | ξιπασιές |
κλητική | ξιπασιά | ξιπασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξιπασιά < ξιπάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξιπασιά θηλυκό
- η πολύ μεγάλη ιδέα που έχει κάποιος για τον εαυτό του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξιπασιά
→ δείτε τη λέξη έπαρση |