↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξιπασιά οι ξιπασιές
      γενική της ξιπασιάς των ξιπασιών
    αιτιατική την ξιπασιά τις ξιπασιές
     κλητική ξιπασιά ξιπασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξιπασιά < ξιπάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξιπασιά θηλυκό

  • η πολύ μεγάλη ιδέα που έχει κάποιος για τον εαυτό του

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία