ξιπάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξιπάζω < μεσαιωνική ελληνική ξυπάζω (ορθογραφική απλοποίηση) < ἐκσυσπάζω < αρχαία ελληνική ἐκσυσπάω / ἐκσυσπῶ < ἐκ + συσπάω / συσπῶ
Ρήμα
επεξεργασίαξιπάζω (παθητική φωνή: ξιπάζομαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξιπάζω | ξίπαζα | θα ξιπάζω | να ξιπάζω | ξιπάζοντας | |
β' ενικ. | ξιπάζεις | ξίπαζες | θα ξιπάζεις | να ξιπάζεις | ξίπαζε | |
γ' ενικ. | ξιπάζει | ξίπαζε | θα ξιπάζει | να ξιπάζει | ||
α' πληθ. | ξιπάζουμε | ξιπάζαμε | θα ξιπάζουμε | να ξιπάζουμε | ||
β' πληθ. | ξιπάζετε | ξιπάζατε | θα ξιπάζετε | να ξιπάζετε | ξιπάζετε | |
γ' πληθ. | ξιπάζουν(ε) | ξίπαζαν ξιπάζαν(ε) |
θα ξιπάζουν(ε) | να ξιπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξίπασα | θα ξιπάσω | να ξιπάσω | ξιπάσει | ||
β' ενικ. | ξίπασες | θα ξιπάσεις | να ξιπάσεις | ξίπασε | ||
γ' ενικ. | ξίπασε | θα ξιπάσει | να ξιπάσει | |||
α' πληθ. | ξιπάσαμε | θα ξιπάσουμε | να ξιπάσουμε | |||
β' πληθ. | ξιπάσατε | θα ξιπάσετε | να ξιπάσετε | ξιπάστε | ||
γ' πληθ. | ξίπασαν ξιπάσαν(ε) |
θα ξιπάσουν(ε) | να ξιπάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξιπάσει | είχα ξιπάσει | θα έχω ξιπάσει | να έχω ξιπάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξιπάσει | είχες ξιπάσει | θα έχεις ξιπάσει | να έχεις ξιπάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξιπάσει | είχε ξιπάσει | θα έχει ξιπάσει | να έχει ξιπάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξιπάσει | είχαμε ξιπάσει | θα έχουμε ξιπάσει | να έχουμε ξιπάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξιπάσει | είχατε ξιπάσει | θα έχετε ξιπάσει | να έχετε ξιπάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξιπάσει | είχαν ξιπάσει | θα έχουν ξιπάσει | να έχουν ξιπάσει |
|