give way
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαενεστώτας | give way |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives way |
αόριστος | gave way |
παθητική μετοχή | given way |
ενεργητική μετοχή | giving way |
give way (en)
ενεστώτας | give way |
γ΄ ενικό ενεστώτα | gives way |
αόριστος | gave way |
παθητική μετοχή | given way |
ενεργητική μετοχή | giving way |
give way (en)