Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας back down
γ΄ ενικό ενεστώτα backs down
αόριστος backed down
παθητική μετοχή backed down
ενεργητική μετοχή backing down

  Ετυμολογία επεξεργασία

back down < → δείτε τις λέξεις back και down

  Ρήμα επεξεργασία

back down (en)

  • υποχωρώ
    After a long discussion he backed down and accepted his proposals.
    Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.