Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Μεσόγειος Θάλασσα < υστερολατινική Mare Mediterraneum < mare (ουδέτερο, θάλασσα), mediterraneus < αρχαία ελληνική μεσόγειος, μεσόγεως, μεσόγαιος. Στα αρχαία ελληνικά: Μεγάλη Θάλασσα.[1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈso.ʝi.os ˈθa.la.sa/

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

 
δορυφορική φωτογραφία της Μεσογείου

Μεσόγειος Θάλασσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. μεγάλη κλειστή θάλασσα η Μεσόγειος Θάλασσα του βόρειου ημισφαιρίου, που βρίσκεται ανάμεσα σε τρεις ηπείρους: τη νότια Ευρώπη, τη δυτική Ασία και τη βόρεια Αφρική. Στα δυτικά ενώνεται με τον Ατλαντικό Ωκεανό, δια του πορθμού του Γιβραλτάρ, και στα ανατολικά με την Ερυθρά θάλασσα, δια της διώρυγας του Σουέζ
  2. (συνεκδοχικά) τα παράλια και οι χώρες που βρέχονται από αυτή τη θάλασσα

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.